- είδω
- εἴδω (Α)Ι. 1. βλέπω, κοιτάζω, διακρίνω2. (με επίταση) επιτηρώ, φυλάσσω, παρατηρώ3. αντιλαμβάνομαι4. εξετάζω, ερευνώ5. συναντώ, μιλώ με κάποιον6. δοκιμάζω, απολαμβάνω7. μέσ. εἴδομαια) φαίνομαι, φαίνομαι ότιβ) προσποιούμαι, καμώνομαι8. μοιάζω («τῇ μὲν ὲεισαμένη προσεφώνεε δῑ' Ἀφροδίτη», Ιλ.)II. (παρακμ.) οἶδα1. γνωρίζω2. (με απρμφ.) γνωρίζω πώς να πράξω κάτι, έχω τη δύναμη, είμαι ικανός («οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν», Ιλ.)3. (με μτχ.) γνωρίζω πώς έχει το πράγμα («ἴσθι μοι δώσων ἄποινα», Αισχ.)4. το πράγμα που γνωρίζει κανείς προστίθεται συχνά ως ξεχωριστή πρόταση με το ὡς, ὅτι («οἶδα κἀμαυτὴν ὅτι ἀλγῶ», Σοφ.)5. «οὐκ οἶδ' εἰ» — δεν γνωρίζω αν6. οἶδα, ἴσθισυχνή σε παρενθετική χρήση.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είδω είναι άχρηστος ενεστ. αντί τού οποίου χρησιμοποιήθηκε ο ενεστ. ορώ. Ο μέσος θεματικός ενεστ. είδομαι (< (F)είδ-ομαι) με τον σιγματικό αόρ. εισάμην μαρτυρούνται παράλληλα με τον αόριστο είδον (< ε-Fιδ-ον) και τον παρακμ. οίδα (* < (F)oίδ-a), με αποκλίνουσα όμως σημ. «γνωρίζω». Με το είδομαι, το οποίο εμφανίζει αρχαϊκό σχηματισμό δεν υπάρχουν αντίστοιχοι τ. άλλων ΙΕ γλωσσών παρά μόνο ίσως τα αρχ. ιρλ. ad-feded «διηγόταν», γοτθ. fra-weitan «εκδικούμαι», τα οποία όμως παρουσιάζουν μεγάλη σημασιολογική απόκλιση. Αντίθετα το είδομαι συνδέεται ως προς τη σημασία με το ουσ. είδος*. Είναι πιθανόν, επομένως, να σχηματίστηκε υποχωρητικά από το είδος (πρβλ. σθένω < σθένος)].
Dictionary of Greek. 2013.